- επιρροιζώ
- ἐπιρροιζῶ, -έω (Α) [ροιζώ]1. έπιρροιβδώ2. (με σύστ. αιτ.) αναγκάζω κάποιον με σφυρίγματα και φωνές να φύγει («καὶ τοιαύτας τῷδ’ ἐπιρροιζεῑς φυγάς», Αισχύλ.)3. (για βέλος) κάνω θόρυβο, σφυρίζω («καὶ δόνακες γεγαῶτες ἐπερροίζησαν ὀϊστοί», Νόνν.)4. επιρρύζω.
Dictionary of Greek. 2013.